ὕψωμα — elevation neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υψωμα — ώματος, το / ὕψωμα, ΝΜΑ [ὑψῶ/ ώνω] υψωμένο μέρος τού εδάφους, ψήλωμα, λόφος (α. «ο στρατός κατέλαβε τα γύρω από την πόλη υψώματα» β. «οὐ χθὼν οὐρανίοις ὑψώμασι [φθονέει]», ΨΦωκυλ.) νεοελλ. 1. ύψωση, ανύψωση 2. εκκλ. ενσφράγιστο τεμάχιο από τα… … Dictionary of Greek
ύψωμα — το, ατος 1. υψωμένο μέρος του εδάφους, ψήλωμα, τούμπα. 2. ύψωση (βλ. λ.). 3. (εκκλησ.), το κομμάτι που αφαιρείται από τον άρτο της πρόθεσης και δίνεται και ως αντίδωρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὕψωμ' — ὕψωμα , ὕψωμα elevation neut nom/voc/acc sg ὕ̱ψωμαι , ὑψόω lift high perf ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψωμάτων — ὕψωμα elevation neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψώμασι — ὕψωμα elevation neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψώμασιν — ὕψωμα elevation neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψώματα — ὕψωμα elevation neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψώματι — ὕψωμα elevation neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψώματος — ὕψωμα elevation neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek